Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 26

Αρχίσαμε να τρώμε φυτά πριν από 180 χιλιάδες χρόνια

Η συνήθεια αυτή οφείλεται σε γονιδιακή παραλλαγή και αποτέλεσε «κλειδί» για την αποίκηση του πλανήτη


                                                                                                           tovima.gr
 
Λονδίνο        
Μια νέα μελέτη ρίχνει φως σε πολύ ενδιαφέροντα ανθρωπολογικά δεδομένα. Σύμφωνα με αυτή, ο άνθρωπος άρχισε να τρώει φυτά πριν από 180 χιλιάδες έτη γεγονός που τον «απελευθέρωσε» διατροφικά και του επέτρεψε να εξαπλωθεί αρχικά σε όλη την Αφρική και στη συνέχεια στον υπόλοιπο πλανήτη.

Η ανακάλυψη
Τρεις ομάδες ερευνητών στις ΗΠΑ πραγματοποίησαν μια γενετική ανάλυση από διαφορετικούς πληθυσμούς σε ολόκληρο τον κόσμο. Στις ομάδες μετείχαν επιστήμονες από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Johns Hopkins, την Ιατρική Σχολή του πανεπιστημίου Ουάσιγκτον και το Ιατρικό Κέντρο Wake Forest Baptist.
Οι ερευνητές ανέλυσαν το DNA 1.092 ατόμων από 15 διαφορετικούς πληθυσμούς. Στόχος τους ήταν να διαπιστώσουν πώς διαφορετικοί πληθυσμοί συνδέονται μεταξύ τους και πότε απομακρύνθηκαν ο ένας από τον άλλον. Συνέκριναν στη συνέχεια το DNA αυτών των πληθυσμών και διαπίστωσαν ότι μια γονιδιακή παραλλαγή επέτρεψε τη μετατροπή των λιπαρών οξέων που διαθέτουν τα φυτά σε απαραίτητα συστατικά για την ανάπτυξη του εγκεφάλου.

Η φυτο-αποίκηση
Σύμφωνα με τους ειδικούς, πριν από 180 χιλιάδες έτη ο άνθρωπος δεν είχε ακόμη αναπτύξει κάποιες οργανωμένες μεθόδους κυνηγιού και ψαρέματος. Μπορούσε όμως να πιάσει ευκολότερα ψάρια από ό,τι θηράματα στην ξηρά. Μάλιστα τα ψάρια ήταν η μοναδική διαθέσιμη τροφή που επέτρεπε την εξέλιξη του ανθρώπινου εγκεφάλου καθώς περιέχουν το λιπαρό οξύ DHA (δοκοσαεξαενοϊκό οξύ) το οποίο είναι απαραίτητο για την εγκεφαλική ανάπτυξη.
Ετσι πιστεύεται ότι οι περισσότεροι πληθυσμοί των ανθρώπων ζούσαν κοντά σε λίμνες και ποτάμια της κεντρικής Αφρικής ώστε να έχουν άμεση πρόσβαση σε νερό αλλά και σε ψάρια. Σύμφωνα με τους ερευνητές, η γονιδιακή παραλλαγή που εντόπισαν επέτρεψε στον άνθρωπο να εγκαταλείψει τις λίμνες και τα ποτάμια και να εξαπλωθεί και σε άλλες περιοχές αρχικά της αφρικανικής ηπείρου και στη συνέχεια στον υπόλοιπο πλανήτη, αφού ήταν πλέον σε θέση να «τρέφει» τον εγκέφαλό του από τα φυτά.

Η έρευνα δημοσιεύεται στην επιθεώρηση PLοS.

Πότε ανακάλυψε ο άνθρωπος τη φωτιά;

  Νέα αρχαιολογική έρευνα χρονολογεί την ανακάλυψη της φωτιάς πολύ αργότερα απ' ό,τι οι επιστήμονες μέχρι σήμερα πίστευαν.
Η απαρχή της χρήσης της από τον άνθρωπο είναι ένα ζήτημα που συνεχίζει να προκαλεί έντονες αντιπαραθέσεις στην επιστημονική κοινότητα. Οι περισσότεροι αρχαιολόγοι, ωστόσο, τείνουν να συμφωνήσουν πως η αποίκηση περιοχών εκτός Αφρικής, και ειδικά περιοχών όπως η Ευρώπη όπου οι θερμοκρασίες τότε βρίσκονταν υπό το μηδέν, είναι όντως άμεσα συνδεδεμένη με την καθημερινή χρήση μεταχείριση της φωτιάς.

Σε πρόσφατη μελέτη τους, ο Βιλ Ρόμπροεκ, διαπρεπής ολλανδός αρχαιολόγος και η Πάολα Βίγια από το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου του Κολοράντο, εξετάζουν τα διαθέσιμα στοιχεία από την Ευρώπη και καταλήγουν πως οι πρώιμοι άνθρωποι μετακινήθηκαν βόρεια χωρίς να είναι εξοικειωμένοι με τον έλεγχο της φωτιάς. Η χρήση της ξεκίνησε να αποτελεί καθημερινή δραστηριότητα πολύ αργότερα, 300.000 με 400.000 χρόνια μετά.
Η κατασκευή λίθινων εργαλείων και ο έλεγχος της φωτιάς είναι αναμφισβήτητα τα δύο σημαντικότερα γεγονότα στην τεχνολογική εξέλιξη των πρωτόγονων ανθρώπων. Για τα μεν πρώτα γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι έγιναν αναπόσταστο κομμάτι της καθημερινότητας περίπου πριν από 2,5 εκατομμύρια χρόνια. Για τη φωτιά οι επιστήμονες ακόμα ερίζουν.
 
Κάποιοι ισχυρίζονται πως υπάρχουν ενδείξεις για χρήση της πριν 1,6 εκατομμύρια χρόνια στην Αφρική, βασιζόμενοι κυρίως στη θεωρία του Ρίτσαρντ Ράνγκχαμ ότι η φωτιά αποτέλεσε βασική εξελικτική δύναμη για την ανάπτυξη του ανθρώπινου εγκεφάλου.
Η μαγειρεμένη τροφή έκανε την πέψη ευκολότερη και η ενέργεια που εξοικονομήθηκε από το γεγονός αυτό διατέθηκε στην εγκεφαλική ωρίμανση. Επίσης, το μαγείρεμα του φαγητού άλλαξε τις κοινωνικές συνήθειες του ανθρώπου, ο οποίος ξεκίνησε να μοιράζεται την τροφή του γύρω από φωτιές, αυξάνοντας την κοινωνικοποίησή του. Ο Ράνγκχαμ χρονολογεί αυτές τις εξελίξεις περίπου παράλληλα με την εμφάνιση του Homo Erectus, δηλαδή πριν από 2 εκατομμύρια χρόνια.

Η μελέτη του Ρόεμπροκ και της Βίγια, όμως, απορρίπτει αυτές τις θεωρίες, αλλά και την εγκυρότητα των ευρημάτων τα οποία έχουν χρησιμοποιηθεί για να τις τεκμηριώσουν. Τα ευρήματα αυτά, όπως καμένα κόκκαλα και κάρβουνο, λένε, θα μπορούσαν εύκολα να έχουν δημιουργηθεί από κεραυνούς, εκρήξεις ηφαιστείων ή και φυσικές φωτιές. Οι ενδείξεις της φωτιάς είναι εύκολο να εντοπιστούν, όμως το αν αυτές προήλθαν από φυσική ή ανθρώπινη δραστηριότητα είναι δύσκολο να προσδιοριστεί, δυσκολεύοντας το ερευνητικό έργο.
Τα στοιχεία από την ευρωπαϊκή ήπειρο οδηγούν στο συμπέρασμα πως η καθημερινή και ελεγχόμενη χρήση της φωτιάς είναι πιο πρόσφατο φαινόμενο, που συναντάται στο δεύτερο μισό της Μέσης Πλειστόκαινου περιόδου, χωρίς αυτό να απορρίπτει την πιθανότητα περιστασιακής χρήσης της νωρίτερα.

Σε περιοχές με ηφαιστειακή δραστηριότητα ή με συχνές καταιγίδες που προκαλούν κεραυνούς, ο άνθρωπος βρισκόταν συχνά αντιμέτωπος με φυσικές φωτιές και πιθανόν να τις εκμεταλλευόταν προς όφελός του σποραδικά.

Ο άνθρωπος μετακινήθηκε και κατοίκησε βορειότερες περιοχές, εκτός Αφρικής, πολύ πριν από τη Μέση Πλειστόκαινο. Ευρήματα στον νότιο Καύκασο, στη σημερινή Γεωργία, αλλά και στη βόρεια Κίνα, δείχνουν πως οι περιοχές αυτές είχαν κατοικηθεί από προϊστορικούς ανθρώπους πάνω από 1,5 εκατομμύρια χρόνια πριν. Αυτό σημαίνει πως μπορούσαν να ζήσουν σε περιοχές με χειμερινές θερμοκρασίες υπό το μηδέν χωρίς τη χρήση της φωτιάς.
Το πόρισμα των ερευνητών, λοιπόν, δημιουργεί το ερώτημα πώς οι πρώιμοι αυτοί άνθρωποι μπορούσαν να επιβιώνουν σε ψυχρά κλίματα στην Ασία και την Ευρώπη χωρίς φωτιά. Ενας δραστήριος τρόπος ζωής και διατροφή υψηλή σε πρωτεΐνες μπορεί να είχε αυξήσει σημαντικά τον μεταβολισμό τους, με αποτέλεσμα την καλύτερη προσαρμογή τους στο κρύο.

Θα ήταν λογικό η χρήση της φωτιάς να ήταν διαδεδομένη στα βορειότερα γεωγραφικά πλάτη κατά την Παλαιολιθική εποχή, όμως η μελέτη καταλήγει πως δεν υπάρχουν ξεκάθαρες ενδείξεις γι' αυτήν πριν από το δεύτερο μισό της Μέσης Πλειστόκαινου.
Οι αναπαραστάσεις σε σπηλιές στις αρχές της Πλειστόκαινου εποχής στην Ευρώπη δεν περιέχουν στοιχεία που να υποδεικνύουν χρήση της φωτιάς.
Ο μεγάλος αριθμός και η ευκρινής ποιότητά τους είναι σημαντική, και, γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, η έλλειψη ενδείξεων είναι κάτι που δεν μπορεί να αγνοηθεί.

Η απλούστερη εξήγηση είναι πως ο έλεγχός της δεν ήταν διαδεδομένος πριν από 300.000 με 400.000 χρόνια και δεν αποτελούσε μέρος της καθημερινότητας των πρώτων κατοίκων της Ευρώπης. Πολύ αργότερα, με την εμφάνιση των Νεάντερνταλ, η φωτιά διαδόθηκε και έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης τεχνολογίας, καθώς άρχισε να αξιοποιείται όχι μόνο για τη ζεστασιά, το μαγείρεμα της τροφής και τον φωτισμό, αλλά και για την παραγωγή νέων αντικειμένων.