Τρίτη, Αυγούστου 12
Με τι συνορεύει το γέλιο (ΑΡΘΡΟ του Στέφανου Δάνδολου-στην iefimerida)
Ετικέτες
ΑΠΟΨΕΙΣ-ΑΡΘΡΑ,
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
Για να μπεις στην ψυχή ενός κωμικού, πρέπει να καταλάβεις με τι συνορεύει το γέλιο. Τότε μόνο θα αντιληφθείς ότι η πλάκα, το χιούμορ, η φάρσα, οι αστείες γκριμάτσες είναι ένα προσωπείο. Αυτό που κρύβεται πίσω από το προσωπείο μπορεί να είναι σκοτεινό, μπορεί να φλερτάρει με την απελπισία, σίγουρα πάντως δεν θυμίζει ό,τι βλέπεις στην σκηνή ή στο πανί. Ο κωμικός είναι δύο πρόσωπα. Είναι αυτό που βλέπεις στην δουλειά του και αυτό που είναι στην ζωή του. Και συνήθως αυτά τα δύο δεν έχουν την παραμικρή σχέση μεταξύ τους. Ναι, «για να μπεις στην ψυχή ενός κωμικού, πρέπει να καταλάβεις με τι συνορεύει το γέλιο». Το είχε πει ο Μπάστερ Κήτον το 1926, όταν ο βωβός κινηματογράφος έχτιζε όνειρα αθωότητας στους ανυποψίαστους θεατές. Ο θρυλικός Κήτον είχε δώσει ένα πρώτο δείγμα της νόσου, λέγοντας ότι ο κωμικός είναι σαν τον Δόκτωρα Τζέκυλ και τον Μίστερ Χάιντ. Κάνει μια δουλειά. Και από την στιγμή που το γέλιο γίνεται η δουλειά του, ο ίδιος, μακριά από τα φώτα, μοιάζει να απομακρύνεται όλο και πιο πολύ απ' το γέλιο, για να ξορκίσει την υποχρέωση που έχει, την υποχρέωση να κάνει τους άλλους να γελούν.
Έτσι ένας Ρόμπιν Γουίλιαμς φτάνει μόνος του στο τέλος, χωρίς γέλιο, χωρίς χειροκρότημα, με μοναδικό καύσιμο την κατάθλιψη και την εξάρτηση από τα ναρκωτικά, ο ίδιος Ρόμπιν Γουίλιαμς που σήκωνε στο πόδι την εμπόλεμη ζούγκλα, φωνάζοντας «Good moorning, Vietnam», ο ίδιος Ρόμπιν Γουίλιαμς που σε έκανε να ανακαλύπτεις το νόημα της μάθησης στον «Κύκλο των χαμένων ποιητών», ο ίδιος Ρόμπιν Γουίλιαμς που κεντούσε με το καλοσυνάτο του πρόσωπο τον ορισμό της απώλειας στον «Βασιλιά της μοναξιάς». Αυτός ο Ρόμπιν Γουίλιαμς που γινόταν Πίτερ Παν και μαχόταν την στρατιά του Κάπτεν Χουκ, αυτός ο Ρόμπιν Γουίλιαμς που πολεμούσε γελώντας τα άγρια ζώα ενός επιτραπέζιου παιχνιδιού ονόματι «Τζουμάντζι», αυτός ο Ρόμπιν Γουίλιαμς. Ο άνθρωπος με τα πιο τρυφερά μάτια του κινηματογράφου, τις πιο αστείες γκριμάτσες του κόσμου και την μελίρρυτη, απαλή φωνή του «Oh, Captain, My Captain». Αυτός. Νεκρός. Από το δικό του χέρι. Το χέρι που ήρθε πολύ βαθιά πίσω από το προσωπείο, από την μακρινή εκείνη γωνιά που ο Μπάστερ Κήτον γνώριζε καλά από τότε. Την γωνιά στην ψυχή του κωμικού με την οποία συνορεύει το γέλιο.
Πάρε όλους τους κλόουν του κόσμου. Πρόσεξε καλά τα μπογιατισμένα τους πρόσωπα. Εάν αναρωτηθείς με τι συνορεύει το γέλιο στους κλόουν, θα σκεφτείς το δάκρυ. Δεν σου το έχει πει κανένας αυτό, απλά το νιώθεις. Το ψυχανεμίζεσαι από μια στιγμιαία σύσπαση του στόματος, που κρεμάει λυπημένα, ή από ένα αδιόρατο τίναγμα του κεφαλιού, την ώρα που τα παιδιά γελούν. Έτσι είναι όλοι οι κλόουν. Έτσι ήταν πάντα. Και έτσι ήταν ανέκαθεν και οι σπουδαιότεροι κωμικοί. Διαταραγμένες περιπτώσεις. Διχοτομημένες. Από τη μία η όψη που βλέπεις, και από την άλλη μια ζωή που δεν φαντάζεσαι. Ο Τσάρλι Τσάπλιν με την εμμονή για τα νεαρά κορίτσια, ο άσπλαχνος πατέρας μιας Τζέραλντιν και ενός κάρου παιδιών για τα οποία δεν έδωσε δεκάρα. Ο Σταν Λόρεν υστερικός, απρόσιτος, απαιτητικός. Ο Όλιβερ Χάρντυ κυριευμένος από τις ανασφάλειές του. Ο Τζέρι Λιούις μνησίκακος, βίαιος. Ο Πίτερ Σέλλερς εθισμένος στην κοκαΐνη, κυκλοθυμικός, που μισούσε τον χαρακτήρα του Κλουζώ. «Ξέρεις τι είναι να πρέπει να κάνεις τον κόσμο να γελάσει, θέλεις, δεν θέλεις;» μου είχε πει κάποτε ο Γιάννης Μπέζος όταν του είχα παραθέσει τα παραπάνω παραδείγματα. «Είναι ένα είδος άλωσης της ψυχής σου. Σε καταπίνει». Είχα πάει να πάρω συνέντευξη από έναν ηθοποιό που με είχε κάνει όλα αυτά τα χρόνια να γελάσω πολύ και απέναντί μου έβλεπα έναν σοβαρό, μετρημένο άνθρωπο, ο οποίος έδινε την εικόνα κάποιου που δεν έχει την παραμικρή σχέση με το γέλιο.
Η άλωση της ψυχής είναι το πρώτο στάδιο προφανώς. Άλλοι φτάνουν στη μελαγχολία, όπως ο Βασίλης Λογοθετίδης, άλλοι γίνονται εντελώς απρόσιτοι από τα media, όπως ο Θανάσης Βέγγος, άλλοι αφήνουν τα ερωτικά σκάνδαλα να διαστρεβλώσουν την εικόνα τους στις ταινίες, όπως ο Γιάννης Γκιωνάκης. Μα το αποτέλεσμα είναι πάντα το ίδιο. Μακριά από τα φώτα, δεν σκορπίζουν το γέλιο. Το ξορκίζουν, όπως ο διάολος το λιβάνι. Μερικοί πίνουν, όπως ο Κώστας Χατζηχρήστος. Και σχεδόν όλοι –σε αντίθεση με τους δραματικούς ηθοποιούς από τους οποίους κανείς δεν απαιτεί εξαναγκαστικά μιαν «άλωση ψυχής»– διεκδικούν το μερίδιο στις αδυναμίες. Ο Νίκος Ρίζος και ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος ήταν αθεράπευτοι γυναικάδες. Το ίδιο και ο Λουί Ντε Φινέ. Υπάρχει μια σκηνή στην βιογραφία του Πίτερ Σέλλερς. Γύριζε το «Καζίνο Ροαγιάλ» και ήθελε να παίξει τον Μποντ συγκρατημένα, σχεδόν σοβαρά, με μια ειρωνεία τύπου Κάρι Γκραντ. Ο σκηνοθέτης δεν ήταν ευχαριστημένος γιατί γέλιο δεν έβγαινε, οπότε το γύρισμα μιας συγκεκριμένης σκηνής επαναλαμβανόταν ξανά και ξανά. Ώσπου την τέταρτη φορά, ο Σέλλερς σκόνταψε κάπου κατά λάθος και σωριάστηκε χάμω. Όλο το πλατό ξέσπασε σε γέλια. Μα εκείνος, ανέκφραστος, σαν ντροπιασμένος ένα πράγμα, αποχώρησε κακήν κακώς. «Ήταν μία από κείνες τις μέρες που δεν ήθελε να κάνει τους άλλους να γελάσουν», είπε ο συμπρωταγωνιστής του Ντέιβιντ Νίβεν.
Αυτή είναι η Νόσος των Κωμικών. Οι μέρες που δεν θέλουν να κάνουν τους άλλους να γελάσουν. Και είναι δύσκολες μέρες, υποθέτω, γιατί όλοι περιμένουν κάτι. Ένα νεύμα. Μια γκριμάτσα. Οπότε βυθίζονται στον εαυτό τους. Και τι βρίσκουν μέσα κει; Μια άδεια πλατεία. Ένα σινεμά χωρίς ψυχή. Είναι μόνοι και κανένα captain, my captain, δεν μπορεί να τους συγκινήσει, κι ας έχουν όλη την αγάπη του κόσμου. Την έχουν για λόγους που τους είναι αδιάφοροι πια. Και έτσι λυγίζουν ή δεν λυγίζουν, πάντως ψάχνουν την λύτρωση μακριά από τα προσωπεία. Εκεί όπου συνορεύει το γέλιο μέσα τους.
«Για να μπεις στην ψυχή ενός κωμικού, πρέπει να καταλάβεις με τι συνορεύει το γέλιο», είχε πει ο Μπάστερ Κήτον.
«Και με τι συνορεύει;», τον είχε ρωτήσει ο δημοσιογράφος.
«Με το σκοτάδι».
Στέφανος Δάνδολος
Πηγή: Η Νόσος των Κωμικών http://www.iefimerida.gr/node/166483#ixzz3ACRjgp5u